στενοχωριέμαι

στενοχωριέμαι
στενοχωριέμαι, στενοχωρήθηκα, στενοχωρημένος βλ. πίν. 59 και πρβλ. στεναχωριέμαι

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • άχθομαι — ἄχθομαι (Α) 1. έχω επάνω μου βάρος, είμαι φορτωμένος 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω 3. αγανακτώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Τα άχθομαι και άχθος, η μεταξύ των οποίων σχέση είναι ασαφής, αποτελούν ομηρικές ήδη λέξεις αβέβαιης ετυμολ. Αρχικώς η λ. σήμαινε… …   Dictionary of Greek

  • αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… …   Dictionary of Greek

  • αγκανάρω — Ι. (ενεργ·) 1. κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω 2. ενοχλώ, ερεθίζω, στενοχωρώ 3. προτρέπω επίμονα, εξαναγκάζω, επιβάλλω παθ. 1. πιέζομαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι, καταβάλλω όλες τις δυνάμεις μου 2. δυσφορώ, αγανακτώ, στενοχωριέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • αγκουσεύω — [αγκούσα] Ι. ενεργ. κάνω κάποιον να στενοχωρηθεί μεσ. 1. αισθάνομαι αναπνευστική δυσφορία, ανασαίνω με δυσκολία 2. στενοχωριέμαι, υποφέρω …   Dictionary of Greek

  • αδημονώ — (Α αδημονώ, έω) 1. ανησυχώ, ανυπομονώ, αγωνιώ, «κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα» 2. στενοχωριέμαι υπερβολικά, κατέχομαι από άγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Έχουν προταθεί διάφορες ετυμολογίες. Επικρατέστερη φαίνεται εκείνη που ανάγει τη λ. ἀδήμων (απ’ όπου… …   Dictionary of Greek

  • αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ …   Dictionary of Greek

  • ανακαίω — (Α ἀνακαίω) ανάβω φωτιά νεοελλ. 1. ανάβω φωτιά και καθαρίζω την κυψέλη 2. (για φαγητά) προξενώ δίψα 3. μέσ. λυπάμαι, στενοχωριέμαι αρχ. 1. διεγείρω, εξάπτω 2. παθ. εξοργίζομαι, θυμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + καίω. Πρβλ. ανακαύγω < *ἀνακαίω κατ’ …   Dictionary of Greek

  • ανιάζω — ἀνιάζω (Α) [ανία] 1. (μτβ.) θλίβω, στενοχωρώ 2. (αμτβ.) στενοχωριέμαι, θλίβομαι, λυπάμαι …   Dictionary of Greek

  • ανιώ — ἀνιῶ ( άω) (Α) [ανία] 1. προξενώ ανία σε κάποιον, γίνομαι ενοχλητικός 2. προξενώ λύπη σε κάποιον, στενοχωρώ 3. βλάπτω κάποιον 4. καταλαμβάνομαι από ανία, πλήττω, στενοχωριέμαι …   Dictionary of Greek

  • απορώ — (AM ἀπορῶ, έω) [άπορος] 1. βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση 2. ανησυχώ, στενοχωριέμαι μσν. νεοελλ. εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι αρχ. μσν. (μτχ. πρκμ.) ὁ ἠπορημένος φτωχός, δυστυχισμένος αρχ. 1. είμαι άπορος, στερούμαι των μέσων διαβίωσης 2. διστάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”